Ζεῦς

Ζεῦς
Ζεῦς (Διεύς, root διϝ), gen. Διός, dat. Διί, acc. Δία, voc. Ζεῦ, also gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆν(α): Zeus (Diespiter, Juppiter; cf. Ζεῦ πάτερ, Il. 3.320), the son of Cronos and the father of gods and men, god of the lightning, the clouds and weather, of time itself, hence ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων, Διὸς ὄμβρος, Διὸς ἑνιαυτοί, εὐρύοπα, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης, αἰγίοχος, ὑψιβρεμέτης, νεφεληγερέτα, κελαινεφής, στεροπηγερέτα, τερψικέραυνος, ἀστεροπητής, ἀργικέραυνος, ἐριβρεμέτης. Zeus is the sender of portents, and the shaper of destiny, πανομφαῖος, Διὸς τάλαντα, etc.; he is the protector of kings, of suppliants, of house and court, and he presides over the fulfilment of oaths, διοτρεφεῖς, διογενεῖς βασιλῆες, Ζεὺς ξείνιος, ἱκετήσιος, ἑρκεῖος. The original meaning of the root of the word is the brightness of the sky, afterwards personified; cf. δῖος, Lat. sub divo.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ζεύς — dyaús masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • Ζεὺς σωτὴρ καὶ νίκη. — См. Бог нам прибежище и сила …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλ’ οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ. — См. Человек предполагает, а Бог располагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δολιχηνός Ζευς — Όνομα με το οποίο λατρεύτηκε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους μια νέα μορφή θεότητας, κατά μίμηση του φοινικικού θεού Βάαλ. Ο Δ.Ζ. λατρευόταν στη Δολίχη της Κομμαγηνής και μεταφέρθηκε στους Ρωμαίους από τα συριακά στρατεύματα. Όταν το βασίλειο… …   Dictionary of Greek

  • Ξένιος Ζευς — Επίθετο που δινόταν στο Δία επειδή, όπως και την Αθηνά, τον θεωρούσαν προστάτη των ξένων και τιμωρό εκείνων που παραβίαζαν την ιδιότητα του ιερού και απαραβίαστου που προστάτευε κάθε ξένο …   Dictionary of Greek

  • ЗЕВС —    • Ζεύς,          Iupiter, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), отсюда Κρονίων, Κρονίδης, Saturnius; брат Посейдона, Гадеса, Гестии, Деметры и Геры, муж Геры, могущественнейший и высочайший из богов греческого народа, державный властитель… …   Реальный словарь классических древностей

  • Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διί — Ζεύς dyaús masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”